πιανίστας, ο, θηλ. πιανίστρια, η, ουσ. [<ιταλ. pianista], ο πιανίστας·
- μην πυροβολείται τον πιανίστα, μην τα βάζετε με κάποιον που δε φταίει, μη ρίχνετε ευθύνες σε κάποιον αθώο: «πάψ’ τε, επιτέλους, να πυροβολείτε τον πιανίστα και ψάξ’ τε να βρείτε τον πραγματικό ένοχο!». Ίσως αναφορά στην αμερικανική δύση όπου, στις διάφορες συμπλοκές των πιστολέρο μέσα στα μπαρ, συχνά έπεφτε θύμα και ο αθώος πιανίστας.